- αναμισθώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος1. παίρνω κάτι ξανά με νοίκι, ξανανοικιάζω: Αποφάσισε να αναμισθώσει το σπίτι για τρία χρόνια.2. δίνω κάτι ξανά με νοίκι, ξανανοικιάζω: Αναμίσθωσε το διαμέρισμα που είχε για δυο χρόνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.