αναμισθώνω

αναμισθώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος
1. παίρνω κάτι ξανά με νοίκι, ξανανοικιάζω: Αποφάσισε να αναμισθώσει το σπίτι για τρία χρόνια.
2. δίνω κάτι ξανά με νοίκι, ξανανοικιάζω: Αναμίσθωσε το διαμέρισμα που είχε για δυο χρόνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναμισθώνω — (Α ἀναμισθοῡμαι, όομαι) 1. (για ιδιοκτήτες) μισθώνω εκ νέου, δίνω πάλι κάτι παίρνοντας ενοίκιο, ξαναμισθώνω 2. (για ενοικιαστές) νοικιάζω πάλι, παίρνω κάτι ξανά δίνοντας ενοίκιο, ξανανοικιάζω (στα αρχ. σε χρ. το παθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + μισθώνω …   Dictionary of Greek

  • αναμίσθωση — η (Α ἀναμίσθωσις) [ἀναμισθώνω] η εκ νέου μίσθωση, ανανέωση μισθώσεως, ξανανοίκιασμα …   Dictionary of Greek

  • αναμισθωτής — ο [αναμισθώνω] αυτός που κάνει αναμίσθωση*, είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ενοικιαστής …   Dictionary of Greek

  • αναμίσθωση — η το ξανανοίκιασμα (βλ. αναμισθώνω) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”